Αποχαιρετώντας το The Man In The High Castle (spoiler free series review)

Έπειτα από τέσσερεις κύκλους το The Man In The High Castle έριξε αυλαία. Βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο (1962) του Philip K. Dick και ήρθε στο Amazon από τον Frank Spotnitz, γνωστός σε αρκετούς για το σεναριογράφικο του πέρασμα από το XFiles. Στον κατάλογο των παραγωγών συναντάμε αρκετά ονόματα με αυτό, που ξεχωρίζει περισσότερο όλων, να είναι φυσικά του Ridley Scott. Με αφορμή το τέλος της σειράς θα κάνω και μια αποχαιρετιστήρια ανασκόπηση. Για όποιον θέλει, ένας συνάδελφος είχε ασχοληθεί με τον τρίτο κύκλο παλιότερα.

man in the high castle map.jpg

Το The Man In The High Castle ήταν μια ιδιαίτερη και κάπως υποτιμημένη σειρά. Οι τόνοι γύρω από αυτήν παρέμειναν χαμηλοί ίσως λόγω και του θέματος της. Ανήκει με άνεση μέσα στις αγαπημένες μου της δεκαετίας, που φεύγει αλλά και των προηγούμενων και ως sci-fi αλλά και γενικότερα ως σειρά. Όσον αφορά το scifi στοιχείο της, στον μεγαλύτερο βαθμό είναι εκεί για τα τυπικά και δε το λέω με αρνητικό τρόπο αυτό. Έχουμε το κλασικό πλέον σκηνικό μιας δυστοπίας, έχουμε παράλληλους κόσμους και το ταξίδι μεταξύ αυτών, έχουμε και λίγο new age μέσα με αστρικό πεδίο και διαλογισμό. Γενικά αυτό το κομμάτι της σειράς το έχουμε ξαναδεί. Βέβαια για τότε, που γράφτηκε το βιβλίο, ήταν όντως κάτι το φρέσκο και συναρπαστικό. Η σειρά πάντως δίνει την βαρύτητα της αλλού. Το The Man In The High Castle πρώτα απ’ όλα είναι ένα εξαιρετικό και πολύπλευρο δράμα εποχής. Έχει τα φαουλάκια του, δεν είναι τέλειο, αλλά παραμένει εξαιρετικό τουλάχιστον στα μάτια μου. Η ιστορία του διαδραματίζεται στην Αμερική ως επί το πλείστον κατά τη δεκαετία του 1960 σε έναν άλλον κόσμο, όπου οι Σύμμαχοι έχασαν τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Οι Ναζί κατάφεραν να φτιάξουν και να ρίξουν πρώτοι την ατομική βόμβα κερδίζοντας τον πόλεμο για τις δυνάμεις του Άξονα. Κάπως έτσι ο κόσμος έχει χωριστεί χονδρικά σε τρεις ζώνες, στο γερμανικό Reich, στην ιαπωνική Αυτοκρατορία και στις ουδέτερες περιοχές μεταξύ των. Έπειτα από την εμφάνιση κάποιων φιλμ μικρού μήκους, που απεικονίζουν έναν κόσμο, όπου οι Σύμμαχοι κέρδισαν τον πόλεμο, καθώς και διάφορες άλλες εναλλακτικές εκβάσεις της ιστορίας, ξεκινά μια σειρά γεγονότων, που θα αποτελέσουν την κύρια πλοκή της σειράς.

Παράλληλα έχουμε και μικρότερες ιστορίες, που δημιουργούνται από τα κίνητρα των στην πλειονότητα τους πολυδιάστατων χαρακτήρων. Οι ιστορίες αυτές καθώς εκτυλίσσονται συμβάλλουν και συνδέονται σε διάφορα σημεία είτε σε μικρό είτε σε καθοριστικό βαθμό με τη βασική πλοκή της σειράς. Σχεδόν όλα, όσα θα δούμε – ιδίως στους τρεις πρώτους κύκλους – είναι απαραίτητα. Φυσικά δεν είναι όλοι οι χαρακτήρες το ίδιο ενδιαφέροντες και όλες οι υπο-πλοκές το ίδιο ενδιαφέρουσες αντιστοίχως. Απ’ όλους τους χαρακτήρες δύο είναι οι κεντρικότεροι. Από την μια στην Νέα Υόρκη έχουμε τον John Smith, ο οποίος έπειτα από την ήττα των Συμμάχων αλλάζει στρατόπεδο, κατατάσσεται στα ναζιστικά στρατεύματα και σιγά σιγά μέσα από διάφορες συγκυρίες ανεβαίνει στην ιεραρχία. Από την άλλη έχουμε ως αντίπαλο δέος την Juliana Crain στο San Francisco, η οποία μέσα από άλλες συγκυρίες θα εξελιχθεί σε κομβική φιγούρα για την Αντίσταση. Από αυτούς τους δύο τώρα ο John θα λέγαμε, ότι είναι ο κεντρικότερος, δίχως όμως να μονοπωλεί τη σειρά ιδιαίτερα στις αρχές της.  Το The Man In The High Castle για καλή μας τύχη είναι μια σοβαρή σειρά και θίγει, όσα θέματα είναι να θίξει, με ώριμο και ολοκληρωμένο τρόπο τις περισσότερες φορές.  Δεν θα αρκεστεί για παράδειγμα να μας λέει συνεχώς, ότι ο ναζισμός ή ο οποιοσδήποτε ολοκληρωτισμός γενικότερα είναι κάτι το κακό. Το ξέρουμε αυτό. Το ξέρει, ότι το ξέρουμε, και ξέρει επίσης, ότι το να βασιστείς μόνο σε αυτό για να πουλήσεις. είναι λίγο πολύ ξεφτίλα. Συνεπώς δε σπαταλά έτσι τον χρόνο μας. Έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία άλλωστε να μας πει, η οποία εκτυλίσσεται σε ένα κατ’ αρχήν ανθρώπινο επίπεδο. Μια ιστορία ουσιαστική γεμάτη ανθρώπινα πάθη, περιπέτεια, δολοπλοκίες και ενίοτε κάποιες πολύ γερές ανατροπές.

Η σειρά χτίζει έναν κόσμο όλο δικό της και μένει ως επί το πλείστον πιστή σ’ αυτόν. Φυσικά και υπάρχουν παρεκκλίσεις ιδίως στον τελευταίο κύκλο, όπου η σύγχρονη μας πραγματικότητα επηρεάζει λίγο τη σειρά και δημιουργούνται και κάποιες τρύπες στο σενάριο αλλά είναι κάτι το αναπόφευκτο αυτό. Ευτυχώς ξερά τσιτάτα, ιδεολογήματα κονσέρβες και λοιποί αναχρονισμοί των καιρών μας, δεν κάνουν συχνά την εμφάνιση τους στη σειρά. Από την πρώτη στιγμή το The Man In The High Castle επιβάλλει στον θεατή μια δική του ατμόσφαιρα σχεδόν σαγηνευτική. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω τη σκηνοθεσίας σε πραγματικά και cgi σκηνικά, μέσω των εξαιρετικών κοστουμιών, μέσω των πλούσιων χαρακτήρων, μέσω των καλογραμμένων διαλόγων και φυσικά μέσω της προσοχής στη λεπτομέρεια. Το ίδιο το περιεχόμενο της σειράς δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον θεατή, να μην αποδεχτεί τον κόσμο της. Από την υπερβολική χρήση της σβάστικας σχεδόν στα πάντα έως τις ορολογίες και την τελετουργική πειθαρχία σε όλα, από την σύγκρουση των πολιτισμών και των κοσμοαντιλήψεων έως και το εκάστοτε status quo, ο θεατής δεν δύναται να μπερδέψει το The Man In The High Castle με κάποια άλλη σειρά.

Όπως ήδη ειπώθηκε, μιλάμε για ένα δράμα πρώτα απ’ όλα. Εκεί είναι, που κερδίζει πολύ η σειρά. Τα κίνητρα των χαρακτήρων είτε μιλάμε για έναν Ναζί, είτε για έναν Ιάπωνα ή για έναν υποταγμένο οποιασδήποτε πλευράς παραμένουν καθαρά ανθρώπινα. Η περίπτωση του John και της γυναίκας του Helen είναι το καλύτερο παράδειγμα για το γνώρισμα αυτό της σειράς. Έχουμε ένα ζευγάρι, το οποίο ανεβαίνει μαζί στην ιεραρχία της ναζιστικής κοινωνίας συγκεντρώνοντας περισσότερη ισχύ και κύρος, ενώ ταυτόχρονα απειλείται όλο και περισσότερο από το ίδιο το οικοδόμημα. Η κινητήριος δύναμις τους δεν είναι άλλη από το να προστατέψουν από τον οποιοδήποτε και το οτιδήποτε με κάθε κόστος τα παιδιά τους. Παρομοίως συμβαίνει και με άλλους χαρακτήρες σε μικρότερο βαθμό για άλλα ζητήματα. Τα ερωτήματα, που εγείρονται από τα γεγονότα, τις ιδέες και τους χαρακτήρες της σειράς μόνο ανάλαφρα και τυπικά δε τα λες. Ειδικά για κάποιους χαρακτήρες είναι οριακά. Για παράδειγμα αν κάτσει κάποιος και διερωτηθεί με σοβαρότητα και ειλικρίνεια δίχως γραφικά ιδεολογικά παραπετάσματα και απαντήσεις εκ του ασφαλούς για το τι θα έκανε στη θέση του John μες στις διάφορες καταστάσεις και στάδια, που τον βλέπουμε, όποια απάντηση κι αν έδινε, όποιον δρόμο κι αν έπαιρνε, δεν θα μπορούσε να το κάνει με άνεση και ελαφρότητα. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Γενικότερα όλοι οι χαρακτήρες απ’ όλες τις πλευρές έχουν κάνει πράγματα, για τα οποία ξέρουν και οι ίδιοι, ότι πρέπει να λογοδοτήσουν κάποια στιγμή. Αυτή η αρχή ας το πούμε, κατά την οποία η αναγκαιότητα συγκρούεται με την ευθύνη, διέπει σε όλα τα επίπεδα τη σειρά και είναι άκρως καλοδεχούμενη. Η σειρά, όταν θίγει ηθικά, υπαρξιακά και λοιπά ζητήματα, καταφέρνει να το κάνει τις περισσότερες φορές με έναν μετρημένο, εύστοχο, σχεδόν χειρουργικό και κάποιες φορές αρκετά έντονο τρόπο μέσα από τα γεγονότα της. Δεν χαλάει την ατμόσφαιρα και τους χαρακτήρες της δηλαδή, για να μας κάνει κήρυγμα, όπως τόσες άλλες.

Φυσικά δεν είναι όλα ρόδινα. Το The Man In The High Castle έχει και αυτό τις αδυναμίες του. Ο ρυθμός της σειράς δεν είναι πάντα και ο καλύτερος. Οι δυο πρώτοι κύκλοι κύλησαν σταθερά με κάποιες πάρα πολύ δυνατές στιγμές. Στον τρίτο κύκλο σε κάποιους μπορεί να φανεί, ότι έπεσε αρκετά ο ρυθμός ή πλάτειασε η ιστορία παρά τα μεγάλα γεγονότα. Προσωπικά δε με χάλασε καθόλου γιατί διεύρυνε περισσότερο τον κόσμο της σειράς σε κάποια σημεία.  Γενικότερα υπάρχουν και κάποιες υπερβολές. Βλέπουμε ένα δυο πράγματα, που είναι τραβηγμένα και δεν εξηγούνται ιδιαίτερα.  Έχει, όπως συμβαίνει σχεδόν σε όλες τις σειρές, χαρακτήρες, που απλά κάνεις υπομονή να φύγει η σκηνή. Για παράδειγμα ο χαρακτήρας του Childan ήταν άκρως βαρετός κατ’ εμέ. Ο τέταρτος κύκλος τώρα είναι ταυτοχρόνως ο καλύτερος στα δρώμενα και ο πιο ξένος μάλλον στην ατμόσφαιρα της σειράς. Σίγουρα συναντάς σε αυτόν όλα τα ακρότατα σημεία. Δηλαδή έχει τον περισσότερο δυναμισμό, την περισσότερη δράση και ραγδαίες εξελίξεις. Βλέπεις και την άλλη πλευρά κάποιων σημαντικών χαρακτήρων. Έχει κάποιες από τις πιο δυνατές σκηνές γενικότερα της σειράς αλλά ταυτόχρονα έχει και τα πιο μεγάλα κενά στο σενάριο, βιαστικά και γραφικά γραψίματα, τους περισσότερους αναχρονισμούς κτλ  Η μεγάλη απογοήτευση πάντως έρχεται στο πολύ δυνατό φινάλε, όπου στο τελευταίο μισό λεπτό χονδρικά η ανάγκη μάλλον για αίσιο τέλος κάνει ένα χονδροκομμένο κλείσιμο στις τελευταίες σκηνές. Τα αναπάντητα ερωτήματα είναι πολλά και δεν μένεις απλά με το μυστήριο ή την ασάφεια για μας κάνουν δώρο ένα αποχαιρετιστήριο mindfuck. Υπάρχουν βασικά θέματα της σειράς, που μένουν αναπάντητα και μετέωρα.

Στον τομέα των ερμηνειών τώρα έχουμε γιορτή. Είχα καιρό να δω μαζεμένες τόσο πολλές και τόσο καλές και πειστικές ερμηνείες από το βασικό cast μιας σειράς, πόσο μάλλον να συμβαίνει το ίδιο και με τους δευτερεύοντες/βοηθητικούς χαρακτήρες. Ο Rufus Sewell ως John κάνει ξεκάθαρα την καλύτερη ερμηνεία δίνοντας ρέστα. Είναι ο άνθρωπος-κλειδί είτε ως χαρακτήρας είτε ως ερμηνεία.  Μαζί με την εξαιρετική Chelah Horsdal ως Helen σχηματίζουν ένα ιδανικό δίδυμο, όπου σε αρκετά σημεία είναι η καρδιά της σειράς. Η Alexa Davalos ως Juliana κουβαλά με άνεση το βάρος της σειράς, όποτε χρειαστεί, επιβεβαιώνοντας την ποιότητα της. Για μένα την αμέσως καλύτερη ερμηνεία μετά τον Sewell ξεπερνώντας ακόμα κι αυτήν της Davalos την κάνει ο Joel de la Fuente ως Inspector Kido. Μαζί με τον Cary-Hiroyuki Tagawa ως υπουργός Tagomi θα κρατήσουν ψηλά τη σημαία για την ιαπωνική Αυτοκρατορία. Οι Rupert Evans ως Frank Frink, Jason OMara ως Wyatt Price, Luke Kleintank ως Joe Blake, Brennan Brown ως Childan και DJ Qualls ως Ed McCarthy είναι σχεδόν αψεγάδιαστοι. Οι χαρακτήρες τους εκτός από αυτούς του Joe και του Wyatt δεν με τράβηξαν τόσο. Παρ’ όλα αυτά οι ερμηνείες όλων ήταν αξιοπρεπέστατες έως και εξαιρετικές. Ο Stephen Root φέρνει τη δική του αγαπημένη τρέλα στον χαρακτήρα του Hawthorne Abendsen (aka Man In the High Castle), ενώ ο βετεράνος Kenneth Tigar ως Himmler δίνει άλλη βαρύτητα παρά τις λίγες και περιστασιακές του εμφανίσεις.

Συνοψίζοντας το The Man In The High Castle είναι μια σειρά, που δίχως δεύτερη σκέψη θα την πρότεινα σε κάποιον, που θέλει να δει κάτι διαφορετικό και σοβαρό. Δεν απευθύνεται απαραίτητα σε όλους. Δεν δίνει μασημένο θέαμα και ευκολοχώνευτες θέσεις. Ενίοτε είναι λίγο βαριά αλλά όχι κουραστική. Δεν προσπέρασα σκηνές, δεν άκουσα ξανά τους ίδιους διαλόγους κάθε δεύτερη σκηνή. Είναι ένα ιδιαίτερο και αγαπημένο sci-fi δράμα, που άξιζε με το παραπάνω τον χρόνο του.

Διαβάστε ακόμα:

gif01

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s